υπήνεμος

υπήνεμος
η , ο [ος , ον ] подветренный, защищённый от ветра

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υπήνεμος" в других словарях:

  • ὑπήνεμος — sheltered from the wind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπήνεμος — η, ο / ὑπήνεμος, ον, ΝΜ απάνεμος, προφυλαγμένος από τον άνεμο (α. «υπήνεμο λιμάνι» β. «ἐκβάντες δ ἐπὶ θῑνα βαθὺν καὶ ὑπήνεμον ἀκτήν», Θεοκρ.) νεοελλ. φρ. «υπήνεμο κύμα» (μετεωρ.) κυματοειδής διαμόρφωση τών αέριων ρευμάτων, η οποία εκδηλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • υπήνεμος, -η — ο προφυλαγμένος από τον άνεμο, απάνεμος, απάγκιος, σταβέντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπήνεμον — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem acc sg ὑπήνεμος sheltered from the wind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηνέμοις — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηνέμου — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπηνέμους — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπήνεμα — ὑπήνεμος sheltered from the wind neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπήνεμοι — ὑπήνεμος sheltered from the wind masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάνεμος — η, ο [υπήνεμος] υπήνεμος, τόπος που δεν προσβάλλεται από τον άνεμο το ουδ. ως ουσ. το απάνεμο ο απάνεμος τόπος …   Dictionary of Greek

  • Ekbletomys — hypenemus Side view of the holotype skull Scientific classification (unresolved) King …   Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»